νευρόσπαστο(ν)

νευρόσπαστο(ν)
τό
1) марионетка; 2) перен. комок нервов; 3) безвольный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "νευρόσπαστο(ν)" в других словарях:

  • νευρόσπαστο — Είδος ολόσωμης θεατρικής κούκλας που κινείται από ψηλά με νήματα. Βλ. λ. μαριονέτα· κουκλοθέατρο …   Dictionary of Greek

  • νευρόσπαστο — το 1. ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα που κινείται με νήματα, αλλ. μαριονέτα. 2. μτφ., άνθρωπος χωρίς βούληση, που ενεργεί με την επιβολή των άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… …   Dictionary of Greek

  • ανδρείκελος — (Α ἀνδρείκελος), ον) 1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος 2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή …   Dictionary of Greek

  • μαριονέτα — Είδος κούκλας, η οποία προορίζεται για θεατρικές παραστάσεις. Η ιδιομορφία της συνίσταται στο γεγονός ότι αντιγράφει στην ανατομία του ανθρώπου και κινείται με νήματα δεμένα στο κεφάλι και στις αρθρώσεις της. Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο. Οι μ …   Dictionary of Greek

  • νευροσπαστώ — νευροσπαστῶ, έω (Α) [νευρόσπαστος] 1. θέτω κάτι σε κίνηση με χορδές 2. μτφ. κινώ κάτι σπασμωδικά, χρησιμοποιώ κάτι ως νευρόσπαστο («ἡ φαντασία σύρει ἡμᾱς καὶ νευροσπαστεῑ πρὸς αὐτήν», Πορφ.) 3. παθ. νευροσπαστοῡμαι, έομαι (για πτηνό)… …   Dictionary of Greek

  • νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… …   Dictionary of Greek

  • Λουί, Πιερ — (Pierre Louys, Γάνδη 1870 – Παρίσι 1925). Γάλλος συγγραφέας. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, σπούδασε στο λύκειο Ζανσόν ντε Σεγί και στη Σορβόνη. Σε ηλικία 21 ετών άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Η κόγχη, στο οποίο συνεργάζονταν οι λογοτέχνες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»